κερτόμησις

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερτόμησις Medium diacritics: κερτόμησις Low diacritics: κερτόμησις Capitals: ΚΕΡΤΟΜΗΣΙΣ
Transliteration A: kertómēsis Transliteration B: kertomēsis Transliteration C: kertomisis Beta Code: kerto/mhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, jeering, mockery, S.Ph.1236.

German (Pape)

[Seite 1425] ἡ, das Verspotten, Höhnen, Lästern, εἰ κερτόμησίς ἐστι τἀληθῆ λέγειν Soph. Phil. 1220.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'injurier, injure.
Étymologie: κερτομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερτόμησις -εως, ἡ [κερτομέω] spot, hoon.

Russian (Dvoretsky)

κερτόμησις: εως ἡ насмешка, глумление Soph.

Greek Monolingual

κερτόμησις, ἡ (Α) κερτομώ
εμπαιγμός, χλευασμός, σκώμμα («εἰ κερτόμησίς ἐστι τἀληθῆ λέγειν», Σοφ.).

Greek Monotonic

κερτόμησις: -εως, ἡ, γιουχάισμα, σκώμμα, εμπαιγμός, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κερτόμησις: -εως, ἡ, τὸ κερτομεῖν, σκῶμμα, ἐμπαιγμός, Σοφ. Φιλ. 1236.

Middle Liddell

κερτόμησις, εως [from κερτομέω
jeering, mockery, Soph.

Translations

mockery

Arabic: اِسْتِهْزَاء‎; Hijazi Arabic: تريقة‎; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا‎; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar