κερτόμησις

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερτόμησις Medium diacritics: κερτόμησις Low diacritics: κερτόμησις Capitals: ΚΕΡΤΟΜΗΣΙΣ
Transliteration A: kertómēsis Transliteration B: kertomēsis Transliteration C: kertomisis Beta Code: kerto/mhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, jeering, mockery, S.Ph.1236.

German (Pape)

[Seite 1425] ἡ, das Verspotten, Höhnen, Lästern, εἰ κερτόμησίς ἐστι τἀληθῆ λέγειν Soph. Phil. 1220.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'injurier, injure.
Étymologie: κερτομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερτόμησις -εως, ἡ [κερτομέω] spot, hoon.

Russian (Dvoretsky)

κερτόμησις: εως ἡ насмешка, глумление Soph.

Greek Monolingual

κερτόμησις, ἡ (Α) κερτομώ
εμπαιγμός, χλευασμός, σκώμμα («εἰ κερτόμησίς ἐστι τἀληθῆ λέγειν», Σοφ.).

Greek Monotonic

κερτόμησις: -εως, ἡ, γιουχάισμα, σκώμμα, εμπαιγμός, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κερτόμησις: -εως, ἡ, τὸ κερτομεῖν, σκῶμμα, ἐμπαιγμός, Σοφ. Φιλ. 1236.

Middle Liddell

κερτόμησις, εως [from κερτομέω
jeering, mockery, Soph.

Translations

mockery

Arabic: اِسْتِهْزَاء‎; Hijazi Arabic: تريقة‎; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا‎; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar