disorderly
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. ταραχώδης. ἄτακτος, ἀσύντακτος, V. ἄκοσμος, οὐκ εὔκοσμος.
Be disorderly. v.: P. ἀτακτεῖν, P. and V. ἀκοσμεῖν.