ἄκοσμος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ἄκοσμον,
A disorderly, φυγή A.Pers. 470; ἄκοσμος καὶ ταραχώδης νυκτομαχία Plu.Mar.20:—in Hom. once, ἔπεα ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη Il.2.213. Adv. ἀκόσμως Hdt.7.220, A.Pers.374, etc.
II κόσμος ἄκοσμος = a world that is no world, AP7.561 (Jul.), but in 9.323 (Antip.) of an inappropriate ornament.
Spanish (DGE)
-ον
I desprovisto, no equipado, βίος Gorg.B 11a.30, τὸ[ν π] ρὶν ἄκοσμον ἐόντα πύργον ... νῦν ὄντως πύργωσεν IG 22.5201 (III d.C.)
•del mundo carente de ornamento κόσμος ἄ. AP 7.561 (Iul.Epigr.), pero tb. c. juego de palabras κόσμος ἄ. un adorno que no es adorno e.e. carente de gusto, AP 9.323 (Antip.Sid.), cf. Lucr.4.1160.
II 1desordenado, desorganizado τῇ πάντ' ἀν' οἶκον ... ἄκοσμα κεῖται en su casa todo está en desorden Semon.8.4, φυγή A.Pers.470, νυκτομαχία Plu.Mar.20, ἀκοσμοι φωναί Ph.1.693
•sent. fil. κόσμος ἄ. un mundo caótico Nonn.D.6.371.
2 sent. moral, de las palabras de Tersites intemperante ἔπεα ... ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη Il.2.213, γέλωτες Gr.Nyss.Eun.1.550
•de pers. libertino χήρη AP 5.302.9 (Agath.), γυναῖκες = mujeres de mala vida Agath.5.14.4.
III adv. ἀκόσμως = desordenadamente, indisciplinadamente οἴχεσθαι Hdt.7.220, οὐκ ἀκόσμως ἀλλὰ πειθάρχῳ φρενί A.Pers.374, ἀκόσμως εἰς τὸν ποταμὸν ἐναλέσθαι Wilcken Chr.11.42 (II a.C.), cf. Ph.1.550.
German (Pape)
[Seite 78] ohne Ordnung, verwirrt, φυγή Aesch. Pers. 462; Plut. ἄκ. καὶ ταραχώδης ναυμαχία Mar. 10; ungehorsam, Soph. Ant. 655; frech, Il. 2, 213 von Thersites unanständigen Reden (ἅπαξ εἰρημ.); Plut. Symp. 7, 8, 3 ῥήματα ἄκοσμα; mit βιαιότατος verb. Crass. 15; liederlich, Ag. 3 (V, 302); – κόσμος ἄκ., ein Schmuck, der keiner ist, Iul. Aeg 64 (VII, 561); Ant. Sid. 29 (IX, 323). – Adv. ἀκόσμως, ohne Ordnung, Aesch. Pers. 366. 414; Her. 7, 220.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 désordonné, confus;
2 déréglé, inconvenant;
3 qui trouble l'ordre, rebelle.
Étymologie: ἀ, κόσμος.
Russian (Dvoretsky)
ἄκοσμος:
1 беспорядочный (φυγή Aesch.; ναυμαχία Plut.);
2 неукрашающий: κόσμος ἄ. Anth. (IX, 323) некрасивое украшение, но тж. (VII, 561) мир, лишившийся своего украшения;
3 безобразный, буйный, строптивый (ἔπεα Hom.; ῥήματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκοσμος: -ον, ἄνευ τάξεως, ἄτακτος, φυγή, Αἰσχυλ. Πέρσ. 470· ἄκ. καὶ ταραχώδης ναυμαχία, Πλουτ. Μάρ. 10: - παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας = ἄτακτος, ἀνυπότακτος, ἀπρεπής· ἐπὶ τῶν λόγων τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 213. - Ἐπιρρ. -μως, Ἡροδ. 7. 220, Αἰσχυλ., κτλ. ΙΙ. κόσμος ἄκοσμος, κόσμος ὅστις δὲν εἶναι κόσμος, Ἀνθ. Π. 7 .561· ἀλλ’ ἐν 9. 323 κεῖται ἐπὶ ἀκαταλλήλου κοσμήματος.
English (Autenrieth)
disorderly, Il. 2.213†.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκοσμος, -ον)
απρεπής, ανάρμοστος
αρχ.
1. άτακτος, ακατάστατος
2. αστόλιστος
3. άσημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κόσμος.
ΠΑΡ. ακοσμία
αρχ.
ἀκοσμήεις, ἀκοσμῶ].
Greek Monotonic
ἄκοσμος: -ον, I. αυτός που δεν έχει τάξη, ακατάστατος, σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. χρησιμ. για τα λόγια του Θερσίτη, ανυπάκουος, απρεπής· επίρρ. -μως, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. κόσμος ἄκοσμος, ένας κόσμος που δεν είναι κόσμος, σε Ανθ.· επίσης λέγεται για ένα ακατάλληλο κόσμημα, στολίδι, στον ίδ.
Middle Liddell
I. without order, disorderly, Aesch.:—in Hom. of Thersites' words, disorderly:— adv. -μως, Hdt., etc.
II. κόσμος ἄκοσμος, a world that is no world, Anth.; also of an inappropriate ornament, Anth.