συνεπιφαίνομαι
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
French (Bailly abrégé)
se montrer avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφαίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιφαίνομαι: Παθ., ὁμοῦ μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ χάρις συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιφαίνομαι: одновременно выставляться напоказ, являться Plut.