flattening
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English > Greek (Woodhouse)
adj. P. κολακικός, κολακευτικός, θωπευτικός, Ar. θωπικός. Flattering words: P. and V. θῶπες λόγοι (Eur., Frag.).