κολακικός

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολᾰκικός Medium diacritics: κολακικός Low diacritics: κολακικός Capitals: ΚΟΛΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kolakikós Transliteration B: kolakikos Transliteration C: kolakikos Beta Code: kolakiko/s

English (LSJ)

κολακική, κολακικόν, = κολακευτικός, Arist.EE1222b4: ἡ κολακική (sc. τέχνη), = κολακεία, Pl.Grg. 502d, Sph.222e: Comp. κολακικώτερος Luc.Pr.Im.22: Sup. κολακικώτατος, πρὸς, τοὺς ὑπερέχοντας Plb.13.4.5. Adv. κολακικῶς Poll.4.51, Aristaenet.1.16, Chor.in Rh.Mus.49.521, v.l. in Str. 17.1.43.

German (Pape)

[Seite 1472] = κολακευτικός; Plat. Gorg. 522 d; θωπεῖαι Legg. I, 633 d; Folgde; κολακικώτατος πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Pol. 13, 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de flatteur;
Cp. κολακικώτερος, Sp. κολακικώτατος.
Étymologie: κόλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολακικός -ή -όν [κόλαξ] vleiend; subst. ἡ κολακική (sc. τέχνη) vleierij.

Russian (Dvoretsky)

κολᾰκικός: Plat., Polyb. = κολακευτικός.

Greek Monolingual

κολακικός, -ή, -όν (Α) κόλαξ
1. κολακευτικός («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», Πολ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακική (ενν. τέχνη)
η κολακεία.
επίρρ...
κολακικώς (AM)
κολακευτικώς.

Greek Monotonic

κολᾰκικός: -ή, -όν = κολακευτικός, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰκικός: -ή, -όν, = κολακευτικός, Πλάτ. Γοργ. 502D, καὶ ἀλλ.· ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), = κολακεία, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222Ε· συγκρ. κολακικώτερος Λουκ. π. Εἰκ. 22· ὑπερθ. κολακικώτατος πρός τινα Πολύβ. 13. 4, 5. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 51.

Middle Liddell

κολᾰκικός, ή, όν = κολακευτικός, Plat.]