greed
From LSJ
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Gluttony: P. ὀψοφαγία, ἡ, γαστριμαργία, ἡ, λιχνεία, ἡ, λαιμαργία, ἡ, V. τὸ μάργον. Insatiability: P. and V. ἀπληστία, ἡ. Taking more than one's share: P. πλεονεξία, ἡ. Greed of money: P. φιλοχρηματία, ἡ, P. and V. αἰσχοκερδεια, ἡ.