hideous
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Ugly: P. and V. αἰσχρός, δυσειδής (Soph., Frag.), V. δύσμορφος, δυσπρόσοπτος. Of a spectacle: V. δυσθέατος, δυσπρόσοπτος; see also horrible.