mellow
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Ripe: P. and V. πέπων (Aesch., Frag.). v. trans. P. and V. πεπαίνειν (Xen. and Eur., Frag.). Met., soften: Ar. and V. μαλάσσειν, V. μαλθάσσειν. V. intrans. Ar. πεπαίνειν.