one-eyed
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. ἑτερόφθαλμος, V. μονώψ (Eur., Cycl.), μουνώψ (Aesch., P.V. 804).
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
adj.
P. ἑτερόφθαλμος, V. μονώψ (Eur., Cycl.), μουνώψ (Aesch., P.V. 804).