aspergil

From LSJ
Revision as of 16:15, 19 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{Georges.*?}}\n)({{LaEn.*?}}$)" to "$2 $1")

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Wikipedia EN

A Western-style aspergillum

An aspergillum (less commonly, aspergilium or aspergil) is a liturgical implement used to sprinkle holy water. It comes in two common forms: a brush that is dipped in the water and shaken, and a silver ball on a stick. Some have sponges or internal reservoirs that dispense holy water when shaken, while others must periodically be dipped in an aspersorium (holy water bucket, known to art historians as a situla).

Wikipedia EL

Αγιαστούρα ή αγιαστήρα ή ραντιστήρι ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον σταυρό χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό λαιμό, με το οποίο γίνεται το ράντισμα. Επίσης λέγεται και ράντιστρο ή ραντιστήρι διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται aspergillum.

Latin > French (Gaffiot 2016)

aspergillum, ī, n. (aspergo), goupillon, aspersoir : Gloss.

Latin > English

aspergillum aspergilli N N :: aspergillum, holy water sprinkler/brush

Translations

Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Czech: kropáč, kropěnka; Finnish: vihmin; French: goupillon; German: Aspergill, Weihwassersprengel, Sprengel, Weihwasserwedel, Sprengwedel, Weihwedel; Greek: αγιαστούρα; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Latin: aspergillum; Polish: kropidło; Portuguese: aspersório, hissope; Russian: кропи́ло; Spanish: hisopo, aspersorio

Latin > German (Georges)

aspergillum, ī, n. (aspergere) = περιῤῥαντήριον, der Wedel und das Gefäß zum Sprengen, Gloss. Labb.