μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
Μολοσσία, ἡ (Eur., And. 1248), or Μολοσσία γῆ, ἡ (Eur., And. 1244).
Molossians: Μολοσσοί, οἱ.
Molossian, adj.: Μολοσσικός (Soph., Frag.), Μολοσσός (Aesch., P. V. 829).