γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
μελλίρην: «μελλέφηβος» Ἡσύχ.
μελλίρην, -ενος, ὁ (Α)βλ. μελλείρην.
= μελλείρην.