θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
λιμβίζομαι: ἐπιθυμῶ, κοινῶς «λιμπίζομαι», «λαχταρῶ», Μοσχόπ. περὶ Σχέδ. σ. 166.
führen sp. Gramm. für λιχνεύω an.