μυακάνθινος
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
Greek (Liddell-Scott)
μυακάνθινος: -η, -ον, ὁ τοῦ μυακάνθου, Ὀρειβάσ. Ι. 202. 2.
Greek Monolingual
μυακάνθινος, -ίνη, -ον (Α) μυάκανθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο.
German (Pape)
ὁ, = μυάκανθος, Diosc.