ἀδιαπτώτως
From LSJ
Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit
Russian (Dvoretsky)
ἀδιαπτώτως:
1 безошибочно (τὰ γινόμενα προλέγειν Plut.);
2 безусловно, неукоснительно (παραγενέσθαι Polyb.).