ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
ωνος (ὁ) :1 sol rocailleux;2 aspérité en gén.Étymologie: τραχύς.