Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
ος, ον :poét. c. Ὀδύσσειος : d'Ulysse.Étymologie: Ὀδυσσεύς.
Ὀδυσήϊος: ῆος ὁ эп. = Ὀδυσσεύς.эп. = Ὀδύσσειος.