βρεφοπρεπής

From LSJ
Revision as of 14:22, 12 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Spanish (DGE)

-ές
1 propio de un niño, infantil ὅτιπερ νηπιῶδες ἂν εἴη καὶ β. ... περιπλανῆσαι Nil.M.79.577D, ἀντ' ἄλλης ... βρεφοπρεποῦς ὁμιλίας Diad.Perf.61.
2 adv. βρεφοπρεπῶς = de manera infantil ἄγαν β. κομιζόμενοι Nil.M.79.221A.