τσιγκούνα
From LSJ
ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship
Greek Monolingual
τσιγγούνης και τσιγκούνης, ο θηλ. τσιγγούνα και τσιγκούνα, Ν
φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cingene «Τσιγγάνος, γύφτος»].