Τσιγγάνος
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Greek Monolingual
ο, θηλ. Τσιγγάνα, Ν
στον πληθ. οι Τσιγγάνοι
εθνολ. καυκασοειδής λαός με σκουρόχρωμο δέρμα, ο οποίος προέρχεται από τη βόρεια Ινδία, αλλά σήμερα ζει διάσπαρτος σε όλες τις κατοικούμενες περιοχές του πλανήτη και κυρίως στην Ευρώπη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ατσίγγανος(βλ. και λ. Αθίγγανος)].