Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ητος (ὁ) :
c. Τίγρις.
Τίγρης: ητος ὁ Тигр (река в Месопотамии) Her., Xen.
ο, ΝΑ
ως κύριο όν. ο Τίγρης, -ητος
ποταμός της Μεσοποταμίας
νεοελλ.
βλ. τίγρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τίγρη].