astrologie
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Dutch > Greek
ἀποτελεσματική, ἀστρολογία, ἀστρομαντεία, ἀστρομαντική, ἀστρονομία, ἀστρονομίη, γενεθλιαλογία, γενεθλιολογία, γενεθλιαλογική