κοινωνικῶς
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
avec sociabilité ou avec bienveillance.
Étymologie: κοινωνικός.
Russian (Dvoretsky)
κοινωνικῶς:
1 щедро: κ. χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι Polyb. охотно уделять из своего достояния;
2 отзывчиво (ζῆν κ. καὶ φιλικῶς Plut.).