Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
μελισσόρρυτος, -ον (Α)αυτός που ρέει ή στάζει από τις μέλισσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + ῥυτός (< ῥέω) πρβλ. μελίρρυτος].