Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
μυλαῖος, -ον (Α)
1. αυτός που ασχολείται με μύλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλαῖον
ο μύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -αῖος
(πρβλ. πυργαίος)].