Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ὁποσάπους, -ουν (Α)(σε πλάγ. ερώτ.) πόσων ποδών ως προς το μήκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πούς, ποδός (πρβλ. οκτάπους)].