ομοιόμετρος
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Greek Monolingual
ὁμοιόμετρος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με όμοιο μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονόμετρος].