σιδηρόχρωμος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλόχρωμος].