αντεραστής
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek Monolingual
αντεραστής, ο (θηλυκό αντεράστρια, η) (Α ἀντεραστής)
ερωτικός αντίζηλος.
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
αντεραστής, ο (θηλυκό αντεράστρια, η) (Α ἀντεραστής)
ερωτικός αντίζηλος.