enigmática
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Spanish > Greek
αἰνιγματώδης, γριφοειδής, αἰνιγματική, γριφώδης, ἀπόκρυφη, αἰνιγματοειδής