γριφώδης
From LSJ
English (LSJ)
γριφῶδες, like a riddle, Luc.JTr.28, Ath.10.456c.
Spanish (DGE)
-ες
enigmático, oscuro como una adivinanza de Apolo λοξὸς ὢν καὶ γ. Luc.ITr.28, γριφώδη ... ταῦτα πεποιημένα ref. a unos versos de Simónides, Ath.456c, λόγος Hdn.Epim.16, cf. EM 241.34G., cf. tb. γριφοειδής.
German (Pape)
[Seite 507] ες, räthselhaft, Luc. Iov. Tragodop. 28; Ath. X, 456 c.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
énigmatique.
Étymologie: γρῖφος, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γριφώδης -ες γρῖφος raadselachtig.
Russian (Dvoretsky)
γρῑφώδης: запутанный, загадочный (ἐν τοῖς χρησμοῖς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
γρῑφώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γρῖφον, αἰνιγματώδης, Λουκ. Δ. Τραγ. 28, Ἀθήν. 456C.
Greek Monolingual
-ες (AM γριφώδης, -ες) γρίφος
1. όμοιος με γρίφο, αινιγματικός
νεοελλ.
γεμάτος γρίφους, με ασαφή σημεία.