ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ἀσπιδοφέρμων, -ον (Α)αυτός που ζει και τρέφεται ανάμεσα σε ασπίδες, ο πολεμικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + φέρβω.