ασπιδοφέρμων

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monolingual

ἀσπιδοφέρμων, -ον (Α)
αυτός που ζει και τρέφεται ανάμεσα σε ασπίδες, ο πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + φέρβω.