ασπιδοφέρμων

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

ἀσπιδοφέρμων, -ον (Α)
αυτός που ζει και τρέφεται ανάμεσα σε ασπίδες, ο πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + φέρβω.