ἀνεπιστάτως
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιστάτως:
1 невнимательно, пренебрежительно или необдуманно (πρός τι Polyb.): ἐᾶσαί τι παρελθεῖν ἀ. Polyb. проглядеть что-л.;
2 не задумываясь, т. е. безостановочно (ἑπτὰ στίχους συνείρειν Polyb.).