μετακινναβαρίτης

From LSJ
Revision as of 11:31, 4 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=μετακιννάβαρι, το, και μετακινναβαρίτης, ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> θειούχο ορυκτό του υδραργύ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

μετακιννάβαρι, το, και μετακινναβαρίτης, ο
(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό του υδραργύρου το οποίο έχει την ίδια χημική σύσταση με το κιννάβαρι.