ορυκτό
Greek Monolingual
το
1. στερεό ομογενές σώμα που σχηματίζεται από φυσικές διεργασίες και αποτελεί, γενικά, ανόργανη κρυσταλλική ένωση με ορισμένη χημική σύσταση και εσωτερική κρυσταλλική δομή και το οποίο είτε βρίσκεται στην επιφάνεια είτε εξορύσσεται από το υπέδαφος ή από τα έγκατα της Γης (α. «ανθρακικό ορυκτό» β. «θειούχο ορυκτό» γ. «πυριτικό ορυκτό»)
2. φρ. α) «πετρογενετικό ορυκτό»
i) κάθε ορυκτό που σχηματίζει εκρηξιγενή, ιζηματογενή ή μεταμορφωμένα πετρώματα και αντιπροσωπεύει τυπικά ένα μικρό μέρος τών πετρογενετικών διεργασιών
ii) ορυκτό που αφθονεί σε ένα πέτρωμα και έχει ουσιώδη σημασία για τη μελέτη τών πετρογενετικών διεργασιών
β) «πρωτογενές ορυκτό» — κάθε ορυκτό που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια τών πρώτων σταδίων στερεοποίησης, δηλ. κρυστάλλωσης, ενός εκρηξιγενούς πετρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιβ. ορυκτός].