Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἀνάδοχος, βραβεύς, ἀρραδιούργητος, αὐθεντίς, αἴτιος, αὐθέντης, ὑπεύθυνος, ὑπαίτιος, ὑπόλογος