ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
[Seite 244] ἡ, = folgd., conj. Stob. ecl. 1, 26, 3.
ἀνταπώθησις: -εως, ἡ, ἀμοιβαία ἀπώθησις, Ἀναξαγ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 526.