ἀπεξεργάζομαι
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
German (Pape)
[Seite 286] ganz vollenden, Schol. Lycophr. 177.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεξεργάζομαι: ἀποθ. κατεργάζομαί τι, ἀποτελειώνω, Ἰουλιαν. 253C (;).