θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
[Seite 686] purpurn machen, Sp.
πορφυρόω: βάπτω διὰ πορφυροῦ χρώματος, Ἀνδρ. Κρήτης σ. 5, κλπ.