νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
πέπηγε: γʹ ἑν. βʹ παρακ. τοῦ πήγνυμι, Ἰλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Βʹ, σ. 131.