λαισήιον

From LSJ
Revision as of 09:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek (Liddell-Scott)

λαισήιον: τό, εἶδος μικρᾶς ἀσπίδος ἐλαφροτέρας τῆς συνήθους, βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα Ἰλ. Ε. 453., Μ. 426, πρβλ. Σχόλ. ἐν Ἀθην. 695Ϝ· ―κατὰ τὸν Ἡρόδ. 7. 91, ἦτο κεκαλυμμένη δι’ ὠμῶν καὶ ἀκατεργάστων δερμάτων (πιθ. ἑπομ. παράγεται ἐκ τοῦ λάσιος), καὶ ἦν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Κίλιξιν ἀντὶ τῆς συνήθους ἀσπίδος· Müller Archäol. d. Kunst § 342. 6.