γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ματαιοβουλία: ἡ, ματαία, μωρὰ βουλή, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Σιμωνίδ. *37 [50] ἀντὶ μεταιβολία, ἴδε τὴν λέξιν.