Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
χορεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ χορευτύς, ἡ χορεύουσα, Ἀθαν. τ. 1. σ. 834.