χορεύτρια

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek (Liddell-Scott)

χορεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ χορευτύς, ἡ χορεύουσα, Ἀθαν. τ. 1. σ. 834.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και χορευτρια Α
βλ. χορευτής.