ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἀκύλητος: -ον, ὁ μὴ μεμιγμένος, ὁ μὴ «ἀνακατωμένος», Ἀπόσπ. Ἡρακλ. σ. 225. Scott.