ἀλλάγιον
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλάγιον: -ου, τό, (ἀλλαγή) ἀνταλλαγὴ αἰχμαλώτων, «ποιῆσαι ἀλλάγιον τῶν κρατουμένων αἰχμαλώτων», Γενέσ. 63,19, Κωνστ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 570, 14, Θεοφάν. Κοντιν. 419, 16. 2) σῶμα στρατιωτικόν, σωματοφυλακή, «τὴν αὐτοῦ (τοῦ βασιλέως) μοῖραν, τὸ λεγόμενον συνήθως ἀλλάγιον», Κωνστ. Πορφ. De admin. Imp. 126, 16. Ἀταλλ. 149, 21.