ἀλλάγιον
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλάγιον: -ου, τό, (ἀλλαγή) ἀνταλλαγὴ αἰχμαλώτων, «ποιῆσαι ἀλλάγιον τῶν κρατουμένων αἰχμαλώτων», Γενέσ. 63,19, Κωνστ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 570, 14, Θεοφάν. Κοντιν. 419, 16. 2) σῶμα στρατιωτικόν, σωματοφυλακή, «τὴν αὐτοῦ (τοῦ βασιλέως) μοῖραν, τὸ λεγόμενον συνήθως ἀλλάγιον», Κωνστ. Πορφ. De admin. Imp. 126, 16. Ἀταλλ. 149, 21.