νηστευτής
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek (Liddell-Scott)
νηστευτής: -οῦ, ὁ, = νῆστης, ὁ νηστεύων, Βασίλ. ΙΙΙ, 172D, Ἀστέρ. 373Α, Ἀποφθέγ. Πατέρ. 177C, Ἰω. Μόσχ. 3041D. 2) ὡς ἐπίθετ., Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς Ἀρχιεπίσκ. Κ/πόλεως, Σιμοκ. 280, 2, Θεοφάν. 387, 12, Ὡρολόγ. Σεπτ. 2.